Η πτώση του σωματικού βάρους, βασισμένη σε μεθοδολογία δίαιτας, υπακούει σε ένα ‘χρυσό’ κανόνα:
«Το σωματικό βάρος ενός ατόμου σχετίζεται ευθέως με το ισοζύγιο μεταξύ της ημερήσιας προσλαμβανόμενης ενέργειας και των ημερήσιων ενεργειακών του αναγκών».
Με βάση αυτό τον κανόνα, είναι ευνόητο, ότι προκύπτουν τρία εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα:
- Εάν το πρώτο στοιχείο είναι μεγαλύτερο του δευτέρου τότε το σωματικό βάρος αυξάνεται.
- Εάν τα δύο στοιχεία της εξισώσεως είναι ίσα τότε το σωματικό βάρος παραμένει σταθερό.
- Εάν οι προσλαμβανόμενες θερμίδες ημερησίως είναι λιγότερες από τις δαπανόμενες για τις ανάγκες του ατόμου τότε το άτομο ‘χάνει’ βάρος.
Όλες οι δίαιτες ακολουθούν πιστά αυτή τη λογική.
Για το λόγο αυτό οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν παίζει σημαντικό ρόλο ποια δίαιτα θα ακολουθηθεί αλλά τον μεγαλύτερο ρόλο παίζει το γεγονός να πεισθεί το άτομο να εφαρμόσει κατάλληλα και σε βάθος χρόνου τον πάρα πάνω χρυσό κανόνα.
Βέβαια, τα άτομα διαφέρουν μεταξύ τους, αν ληφθούν υπόψη οι σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα τους, όπως είναι η σύσταση του κάθε οργανισμού, η προσπάθεια διατήρησης των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται καθώς και η ημερήσια δαπανόμενη ενέργεια. Ως παράδειγμα αναφέρεται ότι, ένας εργάτης χειρός και ένας εργαζόμενος σε γραφείο έχουν εντελώς διαφορετικό ημερήσιο ενεργειακό ‘κόστος’ το οποίο πολλές φορές είναι δύσκολα μετρήσιμο.
Ένα άλλο στοιχείο που δημιουργεί πρόβλημα στη πρόβλεψη του ποσοστού μείωσης του βάρους σώματος είναι η ανακρίβεια δήλωσης των προσλαμβανομένων θερμίδων μεταξύ των εμπλεκομένων ατόμων. Ένα παράδειγμα είναι ότι, έχει δειχθεί σε διάφορες μελέτες ότι πολλά άτομα με φυσιολογικό βάρος δηλώνουν 10-30% λιγότερο φαγητό από αυτό που καταναλώνουν στην πραγματικότητα, ενώ οι περισσότεροι παχύσαρκοι δηλώνουν >30% λιγότερη ποσότητα από το πραγματικό ημερήσιο καταναλισκόμενο φαγητό.
Θα πρέπει, επίσης, ο ιατρός και οι εμπλεκόμενοι σε διαιτητικό σχήμα να υπολογίσουν και διαφορές στους ανθρώπους όπως είναι η ημερήσια δραστηριότητα του κάθε ατόμου, το φύλο, ηλικιακές και γενετικές διαφορές:
- Οι άνδρες χάνουν περισσότερο βάρος από τις γυναίκες του ιδίου βάρους, ύψους και της ίδιας ηλικίας εφόσον ακολουθήσουν ταυτόσημη δίαιτα, δεδομένου ότι οι άνδρες έχουν περισσότερη άπαχη μυϊκή μάζα, λιγότερο σωματικό λίπος και συνεπώς δαπανούν υψηλότερα ποσά ενέργειας.
- Τα μεγαλύτερα άτομα, ηλικιακά, ανεξαρτήτως φύλου καταναλώνουν ημερησίως λιγότερη ενέργεια με αποτέλεσμα να χάνουν λιγότερο βάρος σε σύγκριση με νεότερα άτομα που ακολουθούν την ίδια δίαιτα.
Ο μεταβολισμός του ανθρώπου ελαττώνεται περίπου 2% ανά δεκαετία, δηλαδή οι απαιτούμενες θερμίδες μεταβολικά ημερησίως είναι λιγότερες κατά 100/δεκαετία.
Για να διατηρήσει ένας φυσιολογικός ενήλικας ένα κιλό σωματικού βάρους χρειάζεται περίπου 22 θερμίδες ημερησίως. Άρα, για ένα άτομο που ζυγίζει 100 κιλά απαιτούνται 2200 θερμίδες/ημέρα για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες. Αναλόγως αν το άτομο αυτό εκτελεί καθημερινά βαριά εργασία ή καθιστική ζωή υπάρχει μία ποσόστωση ±20% που εκφράζει τις ημερήσιες ανάγκες, με υψηλότερη τιμή 2620 θερμίδες/ημέρα και χαμηλότερη τιμή 1860 θερμίδες/ημέρα. Ένας μέσος όρος ελάττωσης κατά 500 θερμίδες/ημέρα μπορεί να έχει ως συνέπεια μια πτώση του σωματικού βάρους κατά 0,5 του κιλού/εβδομάδα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι, σε κάθε δίαιτα μετά από 3-6 μήνες από το ξεκίνημά της συμβαίνουν στον οργανισμό διάφορες μεταβολές οι οποίες αλλάζουν τις ενεργειακές ανάγκες για κάθε συγκεκριμένο άτομο προς τα κάτω με αποτέλεσμα η δίαιτα αυτή να μην ανταποκρίνεται με τον ίδιο τρόπο και για το λόγο αυτό η πτώση του σωματικού βάρους να είναι μικρότερη. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται επανασχεδιασμός της δίαιτας, έστω και αν έχει επιτευχθεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, με γνώμονα πλέον την διατήρηση του αποτελέσματος.
Όπως έχει προαναφερθεί, η διατήρηση του καλού αποτελέσματος μίας διαιτητικής προσπάθειας, πολλές φορές, είναι πιο δύσκολη από αυτή την ίδια την δίαιτα. Τούτο οφείλεται, κυρίως, στους εξής δύο λόγους:
1ο. Η πτώση του βάρους του σώματος οδηγεί σε ελάττωση των ενεργειακών αναγκών του ανθρώπου με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η απίσχναση του. Αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την απογοήτευση του ατόμου δεδομένου ότι με την ίδια προσπάθεια το αδυνάτισμα ελαττώνεται. Αν ο άνθρωπος υπό δίαιτα επηρεαστεί από αυτό μπορεί, ενδεχομένως, να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Αντίθετα, ο εμπλεκόμενος αν είναι ενημερωμένος για αυτό που πρόκειται να συμβεί, θα μπορέσει να το αντιμετωπίσει. Ο ιατρός του ανθρώπου αυτού, έχει ‘πολύ δουλειά’ να κάνει επανασχεδιάζοντας την δίαιτα, δίνοντας κουράγιο στον ασθενή και προτείνοντας άλλες λύσεις μέχρι να ξεπεραστεί ο ‘σκόπελος’ αυτός.
2ο. Το δεύτερο πρόβλημα που εμφανίζεται, είναι οι αλλαγές που γίνονται, μετά την πτώση του βάρους, στις περιφερικές ορμόνες που ρυθμίζουν την όρεξη:
2α- Τα γαστρεντερικά πεπτίδια, όπως είναι η ghrelin, που ενεργοποιούν την όρεξη και τα γαστρικά ανασταλτικά πολυπεπτίδια, που προάγουν την αποθήκευση ενέργειας, αυξάνονται.
2β- Οι διαβιβαστές που κυκλοφορούν και αναστέλλουν την λήψη τροφής, όπως είναι η λεπτίνη, το πεπτίδιο ΥΥ, η χολοκυστοκινίνη, το παγκρεατικό πολυπεπτίδιο, ελαττώνονται. Αυτές οι ορμονικές προσαρμογές, που οδηγούν ουσιαστικά στην αύξηση του βάρους του σώματος, διαρκούν για ένα χρόνο.
Άρα, από πλευράς ορμονών τα συμβαίνοντα ανταγωνίζονται ουσιαστικά την επιδιωκόμενη απώλεια βάρους, με αποτέλεσμα να προκύπτει, όπως είναι ευνόητο, σοβαρό πρόβλημα για τον άνθρωπο που προσπαθεί να αδυνατίσει. Η συμβολή του ασθενούς και του ιατρού του στην χρονική αυτή περίοδο πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη. Η προσπάθεια απισχνάσεως βρίσκεται στην σκληρότερη δοκιμασία της.
Μετά από όλα αυτά που αναφέρθηκαν, γίνεται αντιληπτό πλέον, ότι η προσπάθεια αδυνατίσματος ενός ατόμου πρέπει να σχεδιαστεί ΑΡΙΣΤΑ εξ αρχής για να μπορέσει το εγχείρημα αυτό να τελεσφορήσει ΘΕΤΙΚΑ. Η συνεργασία του ασθενούς με τον ιατρό του πρέπει να είναι μακρά, το θέμα πρέπει να αντιμετωπισθεί με πείσμα και επιμονή, σε κάθε φάση δε της δίαιτας πρέπει να αποφασίζονται οι καλύτερες λύσεις για τον ασθενή, μόνο που πρέπει να είναι ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΕΣ.
Οι στόχοι που απαιτούνται να σχεδιασθούν και να συμφωνηθούν είναι περίπου οι κάτωθι:
1ο. Ο πρώτος στόχος για κάθε υπέρβαρο είναι να διατηρήσει το βάρος του σταθερό χωρίς να το αυξήσει (να κινηθεί στα 2.5 κιλά πάνω ή κάτω από το τρέχον βάρος του).
2ο. Ο στόχος του ιατρού είναι να συζητήσει και να συμφωνήσει με το άτομο για την απώλεια βάρους σε μία βάση πραγματοποιήσιμη. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν κατά νου υπερβολικούς στόχους απώλειας βάρους όπως ≥30% του τρέχοντος βάρους τους, το οποίο είναι κάτι που ξεφεύγει πολύ από αυτό που μπορεί να επιτευχθεί στην πραγματικότητα.
3ο. Ένας στόχος απώλειας βάρους >5% μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία με μεγάλες και καλές επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα, την υπερχοληστερολαιμία, την υπέρταση και τον σακχαρώδη διαβήτη.
Σε μία πολυκεντρική μελέτη με διαβητικούς ασθενείς, μία πτώση του σωματικού βάρους 7% είχε ως συνέπεια ελάττωση της επιδείνωσης της ήδη παθολογικής ανοχής της γλυκόζης κατά 58%.
4ο. Έστω και αν ο ασθενής δεν φτάσει το αποτέλεσμα απώλειας βάρους που έχει ως σκοπό μία πτώση κατά 5% του βάρους με διαχρονική διατήρηση του, θεωρείται από τους ειδικούς, ιατρικά, ένα καλό αποτέλεσμα.
5ο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, ένας Δείκτης Σωματικής Μάζας (BMI) μεταξύ 20-25 kg/m² κατατάσσει το άτομο στην κατηγορία με τους χαμηλότερους δείκτες επικινδυνότητας. Τούτο δεν αναφέρεται για να γίνει αυτοσκοπός για τον κάθε ένα αλλά για να τονισθεί ότι η οποιαδήποτε προσέγγιση προς αυτό το στόχο έχει ευεργετικά αποτελέσματα.