Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη καθορίζεται με ευχέρεια από τον άνθρωπο αφ’ εαυτόν. Τούτος διαθέτει κάποια σωματομετρικά στοιχεία με τα οποία αναγνωρίζεται με ευχέρεια.
Το κάθε άτομο παρουσιάζει εξωτερικά κάποια μοναδικά στοιχεία. Αυτά είναι η μορφή του, το ύψος του, το βάρος του και πολλές άλλες παρόμοιες ιδιότητες, εύκολα αναγνωρίσιμες από τους άλλους ανθρώπους. Η αναγνώριση αυτή γίνεται, προφανώς, με τις ανθρώπινες αισθήσεις.
Εκτός από τα σωματομετρικά γνωρίσματα ο κάθε ένας έχει και κάποιες άλλες ιδιότητες που τον διαφοροποιούν από τους άλλους όπως είναι η φωνή του, το περπάτημα του, οι συνήθεις αντιδράσεις του και άλλα παρόμοια αποκλειστικά χαρακτηριστικά που τον καθορίζουν.
Εκτός των εξωτερικών χαρακτηριστικών κάθε άτομο έχει και εσωτερικά χαρακτηριστικά. Τούτα αφορούν κυρίως το νου.
Ο ανθρώπινος νους είναι αυτός που δίνει τις κατευθύνσεις, λαμβάνει τις απαραίτητες αποφάσεις και γενικά είναι το καθοδηγητικό στοιχείο του σώματος. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, το σώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον νου και ενεργεί κυριολεκτικά με τον τρόπο και τον σκοπό που αποφασίζει αυτός.
Το μέγα ερώτημα που εγείρεται από αιώνων είναι ποια είναι η πραγματική σχέση των δύο αυτών οντοτήτων και κατά πόσο και πως το ένα επηρεάζει το άλλο.
Στο σημείο αυτό παρουσιάζονται διάφορα ερωτηματικά όπως:
ο νους είναι ένα παράγωγο του σώματος;
σώμα και νους είναι μία δυναμική συνέργεια δύο διαφορετικών πραγμάτων;
είναι το σώμα παράγωγο του νου;
μήπως τελικά σώμα και νους είναι ένα και το αυτό που γεννιούνται μαζί και πεθαίνουν μαζί επίσης;
Είναι γεγονός ότι θα μπορούσε κάποιος να υποβάλλει και πολλά άλλα ερωτήματα.
Φαίνεται ότι αυτός ο αιώνιος προβληματισμός του ανθρώπου βασίζεται σε αυτό το πλήθος των ερωτηματικών που ουσιαστικά δημιουργεί ένα νοηματικό περιβάλλον περίπλοκο τέτοιας έκτασης που δίκαια αναγνωρίζεται ότι ενδεχομένως η επίλυσή του μπορεί να είναι σχεδόν αδύνατη.
Αυτή η από αιώνων αδυναμία του ανθρώπου να ερμηνεύσει με σαφήνεια τι στη πραγματικότητα συμβαίνει με το σώμα του και το νου του δημιούργησε κατ’ αρχήν τις διάφορες ατέρμονες φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Από την άλλη μεριά και οι διάφορες θρησκείες επιχειρούσαν προσέγγιση στα εν λόγω θέματα και προσπαθούσαν να δώσουν τελεσίδικες απαντήσεις σε αυτές τις ανθρώπινες αγωνίες. Είναι αληθές ότι με τη θρησκευτική προσέγγιση οι άνθρωποι έλαβαν και λαμβάνουν κατατοπιστικές απαντήσεις για τα ανθρώπινα και ξέφυγαν και ξεφεύγουν από τα φιλοσοφικά αδιέξοδα.
Η θρησκευτική προσέγγιση του προβλήματος είναι ευνόητο ότι βασίζεται στη πίστη, μία ενστικτώδη συναισθηματική ή/και νοηματική διαδικασία η οποία έχει οδηγήσει με μεγάλη μαεστρία και μεγάλη ωφέλεια την ανθρωπότητα ανά τους αιώνες μέχρι σήμερα, εξαιρουμένων βέβαια των θρησκευτικών υπερβολών κυρίως το μεσαίωνα.
Είναι περιττό να επισημάνουμε ότι η πίστη έχει πλήθος οπαδών αλλά και πλήθος πολέμιων. Είναι ευνόητο αυτό δεδομένου ότι δεν στηρίζεται σε κάποια αποδεικτική – αντικειμενική διαδικασία. Συνεπώς με την ίδια ευχέρεια που ένα άτομο πιστεύει σε κάτι με τον ίδιο τρόπο μπορεί ένα άλλο να μη πιστεύει.
Το κομβικό στοιχείο στο σημείο αυτό δεν είναι γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε αυτό που άλλοι πιστεύουν αλλά ποια είναι η αναγκαιότητα να πιστεύουν οι πιστοί.
Φαίνεται ότι η ανθρώπινη φύση διαθέτει και εσωτερικούς ισχυρούς λόγους να τοποθετείται στα συμβαίνοντα στον κόσμο που ζει ώστε οι πιστοί, ενδεχόμενα, να διαθέτουν ιδιότητες τέτοιες που διευκολύνουν την εξερεύνηση του περιβάλλοντος χώρου και την επεξεργασία των γεγονότων με μεγαλύτερη ευχέρεια από τους μη πιστούς.
Παρόλα αυτά, θα μπορούσε κάποιος να συναγάγει με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι, έχει αξία στη ζωή όταν ο άνθρωπος:
ή πιστεύει σε κάτι με τη προϋπόθεση ότι συνεχίζει να ερευνά για τη πραγματική αλήθεια
ή να μη πιστεύει αυτό που οι άλλοι πιστεύουν αλλά συνεχίζει να αναζητά και αυτός τη πραγματική αλήθεια.
Τα δύο αυτά άτομα είναι νοηματικά, λογικά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά στην ίδια μοίρα.