Η αγάπη έχει μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο και χρησιμοποιείται από αυτόν με πολλούς και ποικίλους τρόπους.
Αν και ως έννοια η αγάπη δεν μπορεί εύκολα να καθοριστεί, ωστόσο, είναι σίγουρο ότι επηρεάζει σφοδρά τη ψυχή και το νου του ανθρώπου.
Επιστημονικά αποδεικνύεται ότι αυτή υπάρχει και λειτουργεί σε όλα τα θηλαστικά. Κάθε ένας μπορεί με απλό τρόπο να το διαπιστώσει αν παρατηρήσει, ως παράδειγμα, τη συμπεριφορά των κατοικίδιων ζώων στην επαφή τους με τον άνθρωπο.
Η αγάπη στον άνθρωπο έχει συνδεθεί έντονα με την έννοια του έρωτα δεδομένου ότι το ένστικτο του έρωτα είναι εξαιρετικά έκδηλο και ελκυστικό για τον ψυχισμό του καθενός. Θα πρέπει όμως να διαχωριστεί το ένα από το άλλο και να μη ταυτίζονται, αν και πολλές φορές έρχονται σε στενή επαφή ως έννοιες. Στη περίπτωση αυτή θα μπορούσε κάποιος να ομιλεί για την ερωτική αγάπη.
Η πραγματική και άδολη αγάπη, όμως, που χαρακτηρίζει πλην πολλών άλλων τα έμβια όντα και ιδιαίτερα τον άνθρωπο είναι μια έννοια καθαρή και ανεπηρέαστη από άλλες ιδέες ή/και ένστικτα. Ένα μεγάλο ερώτημα που προβάλλει είναι εάν τούτη έχει τα χαρακτηριστικά ή όχι ενός ενστίκτου.
Επιστημονικά η αγάπη αναγνωρίζεται ως μία εξέλιξη του ενστίκτου επιβίωσης. Φαίνεται, όμως, ότι η άδολη αγάπη δεν έχει στοιχεία ενστικτώδη δεδομένου ότι δεν εξυπηρετεί τις γνωστές ανάγκες που έχει το κάθε άτομο με αυτό το τρόπο αλλά με ενέργειες υπέρτερες του ενστίκτου.
Η αγάπη είναι από μόνη της μια κατάσταση που μπορεί με πολύ ιδιαίτερο τρόπο αλλά με πολύ συναισθηματικό και ψυχικό πλούτο να φωλιάζει στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου και να τον οδηγεί με τρόπο σχεδόν μαγικό σε επιτεύγματα ή/και σκέψεις υψηλού επιπέδου. Είναι αυτό που μπορεί να κατακλύζει την ψυχή με τέτοια σφοδρότητα ώστε να οδηγεί τη κάθε ύπαρξη σε έργα που ενδεχόμενα να ξεπερνούν πολλές φορές και την πλέον δυνατή φαντασία.
Οι σκέψεις αυτές εκπηγάζουν από το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν επιζητά τίποτα από το αντικείμενο της αγάπης του, εκτός και αν αυτό προκύπτει χωρίς ο εμπλεκόμενος να το ζητά ή τουλάχιστον να το ζητά άμεσα. Τούτο συμβαίνει με ένα επιχειρηματία ως παράδειγμα. Τούτος αγαπά με πάθος τη δουλειά του και δαπανά ατέλειωτες ώρες εργασίας ασχολούμενος με αυτή. Ενδεχομένως να προκύπτει αποθησαύριση πλούτου. Ενώ λοιπόν φαινομενικά παρουσιάζεται να ασχολείται με έντονο περίσσευμα αγάπης με αντικειμενικό σκοπό το κέρδος, ουσιαστικά κατά βάθος απολαμβάνει μέσω της έντονης αυτής διαδικασίας μία μεταφυσική αίσθηση πληρότητας και αγαλλίασης. Μετά το θάνατό του ή/και ενώ ζει μοιράζει στο κοινωνικό σύνολο μεγάλο μέρος ή και ολόκληρη τη περιουσία του για την δημιουργία καταστάσεων από τις οποίες ωφελείται τα μέγιστα η κοινωνία. Αυτό συμβαίνει με τους Εθνικούς Ευεργέτες.
Τούτα όλα, βέβαια, μπορεί να έχουν και μία άλλη εξήγηση όσον αφορά το κέρδος. Ο πλουτισμός ενός ανθρώπου δεν εξασφαλίζει πάντοτε την ατομική του ευτυχία. Βέβαια, ένα πλούσιο άτομο διαθέτει μεγάλη ευχέρεια στην επίλυση των καθημερινών ή/και άλλων προβλημάτων. Στη πραγματικότητα, όμως, ο άνθρωπος δεν δύναται ουσιαστικά να επηρεάσει μέσω του πλουτισμού τα σημαντικά ανθρώπινα προβλήματα όπως είναι οι βιολογικοί νόμοι με τις συνέπειες τους όπως είναι οι ασθένειες, το μήκος της ζωής και τα παρόμοια επακόλουθα.
Αντίθετα οι άνθρωποι μέσω της άδολης αγάπης εξασφαλίζουν ατομική και κοινωνική ηρεμία, φιλευσπλαχνία, φιλαλληλία και την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ευτυχία. Μέσω αυτής τα μίση αμβλύνονται, οι εχθρότητες καταλαγιάζουν, οι απάνθρωπες πράξεις αποψιλώνονται και τα κακά καλοσυνεύουν.
Είναι μεγάλες οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Φιλόσοφοι και οι Μύστες των θρησκειών ανά τους αιώνες ώστε να δώσουν ένα τέλειο ορισμό της αγάπης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυσκολίας αυτής, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός, είναι ο ανεπανάληπτος σε σύλληψη ορισμός της αγάπης δια της απουσίας της από τον Απόστολο Παύλο στην Επιστολή προς Κορινθίους:
«Εάν ταίς γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον».