Ο ασκητισμός, ως κοινωνικό φαινόμενο, χρονολογείται από πολύ παλιά. Έχει εμφανισθεί σε πολλούς πολιτισμούς και έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορες θρησκείες συμπεριλαμβανομένης της χριστιανικής.
Η λέξη ασκητισμός προέρχεται από την λέξη άσκηση.
Ο ασκητισμός στον χριστιανισμό καθορίστηκε και έγινε συνώνυμος με τον μοναχισμό. Κατά την χριστιανική θρησκεία, ο μοναχισμός εμπεριέχει την έννοια του ασκητισμού και εξασκείται, εκτός των άλλων, με βάση ασκητικές πρακτικές. Βασικά ο μοναχός προσπαθεί να «καθαρίσει» την ψυχή του από τις απαιτήσεις και την κυριαρχία του σώματος του, εξασφαλίζοντας έτσι την «απελευθέρωση» της ψυχής με σκοπό την ευχερή προσέγγιση προς το θείον.
Από φιλοσοφική άποψη, ο ασκητισμός είναι η προσπάθεια διαχείρισης των φυσικών διαδικασιών και επιθυμιών του ανθρώπου μέσω σκληραγώγησης του σώματος και ενδυνάμωσης και εξάσκησης της αρετής της εγκράτειας.
Η ασκητική από πλευράς θρησκευτικής παραμένει, βασικά, παρόμοια και εξασκείται σήμερα με τον ίδιο τρόπο και προσανατολισμό, όπως και αιώνες πριν.
Από πλευράς μη θρησκευτική η σύγχρονη ασκητική είναι δισυπόστατη: Η μία πλευρά είναι ‘ενσυνείδητα ασκούμενη’ και η άλλη πλευρά είναι η ‘ασυνείδητα ασκούμενη’.
Η πρώτη μορφή (ενσυνείδητα ασκούμενη ασκητική) είναι εύκολα αναγνωρίσιμη καθόσον, κάποιος αποφασίζει να εφαρμόσει για τον εαυτό του, χωρίς να απαιτείται από κάποιο συγκεκριμένο λόγο, κάποια μορφή ασκητισμού. Αυτό γίνεται με την θέληση του ατόμου. Το αντικείμενο αυτής της ασκητικής συμπεριφοράς μπορεί να παράγει θετικά αποτελέσματα ή αδιάφορα ή αρνητικά αποτελέσματα. Μπορεί, δηλαδή, κάποιος να προσπαθήσει να είναι εγκρατής στην λήψη των τροφών, αποφεύγοντας τα γνωστά παχυντικά φαγητά, οπότε το αποτέλεσμα αυτής της προσεκτικής δίαιτας θα είναι θετικό. Αν όμως κάποιος αποφεύγει γενικά την λήψη τροφής, με συνοδό αποτέλεσμα την συνεχή απίσχναση χωρίς μέτρο, τότε το πλέον πιθανό είναι να δημιουργηθούν διατροφικά προβλήματα από τις ελλείψεις θρεπτικών και άλλων ουσιών που θα προκύψουν με συνοδευτικές διαταραχές της ομοιοστασίας του οργανισμού και της υγείας του ατόμου. Τούτο συμβαίνει σε παθολογικές καταστάσεις όπως είναι το σύνδρομο νευρογενούς ανορεξίας.
Συνεπώς η ασκητική πρέπει να ασκείται με σκοπό την βελτίωση της ζωής του ανθρώπου, με τρόπο λελογισμένο και ορθό, με ταυτόχρονη αποφυγή υπερβολών και μη μελετημένων μεθόδων, δεδομένου ότι αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικά αποτελέσματα για την ζωή και την υγεία του ασκητή.
Η δεύτερη πλευρά (ασυνείδητα ασκούμενη ασκητική) είναι σύνθετη, καθόσον κάποιος αποφασίζει ή του προτείνεται να ακολουθήσει κάποια συγκεκριμένη πορεία ζωής, αποτέλεσμα κάποιου σημαντικού γεγονότος, όπως είναι για παράδειγμα κάποιος σημαντικός λόγος υγείας. Ουσιαστικά, μπορεί να είναι όλες αυτές οι διαδικασίες θεραπείες ιατρικές ή οτιδήποτε άλλο που ουσιαστικά καμία σχέση δεν έχουν με τον ασκητισμό. Εξάλλου, όλα αυτά μπορεί να γίνονται όχι διότι το επιθυμεί το άτομο αλλά διότι είναι απαραίτητο να εφαρμοσθούν για κάποιο επιβεβλημένο λόγο. Επίσης, στον ασκητισμό μία βασική προϋπόθεση είναι ότι αυτός ακολουθείται με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου αυθόρμητα και όχι λόγω εξαναγκασμού από εξωτερικές δυνάμεις ή αλλότριους σκοπούς.
Βέβαια, στις περιπτώσεις αυτές γίνεται εννοιολογικά η παραδοχή ότι συγκεκριμένες ανθρώπινες συμπεριφορές δύνανται να χαρακτηρισθούν ως ασκητικής αρχής, με την ευρεία έννοια του όρου.
Με αυτή την προϋπόθεση, μία δίαιτα σακχαρώδη διαβήτη θα μπορούσε δυνητικά να χαρακτηρισθεί ως μία πράξη ‘εγκράτειας’. Σε μία ιατρική δίαιτα, όπως είναι γνωστό, μερικές τροφές επιτρέπονται και κάποιες άλλες αποκλείονται να χρησιμοποιούνται. Η εφαρμογή αυτής της δίαιτας, άρα, ‘αναγκάζει’ το άτομο να εφαρμόσει μία πολιτική εγκράτειας στη χρήση κάποιων τροφών. Αυτό θα μπορούσε, δυνητικά, να εκληφθεί ως άσκηση ή ‘ακούσιος ασκητισμός’ δεδομένου ότι το άτομο αναγκάζεται να ακολουθήσει αυτό το μονόδρομο. Συνεπώς, η ασκητική αυτή συμπεριφορά είναι επιβεβλημένη και πολλές φορές κατευθυνόμενη με σκοπό την ωφέλεια του ατόμου.
Παρόλο που η θρησκευτική και η ‘άλλη’ ασκητική διαφέρουν ως προς το ζητούμενο της κάθε μίας, ο τρόπος που ασκούνται είναι περίπου ίδιος. Και οι δύο διαδραματίζονται μέσω της διαδικασίας της εγκράτειας.
Η θρησκευτική άποψη, έχοντας ως βασικό σκοπό την ‘κάθαρση της ψυχής’, ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία και διατηρείται για αιώνες χωρίς να φαίνεται ότι επηρεάζεται ιδιαίτερα από το πέρασμα του χρόνου. Βέβαια, για τους ασκούντες τον μοναχισμό και τον ασκητισμό το όλο θέμα, δικαίως, αποτελεί ‘τίτλο τιμής’, δεδομένου ότι αντλείται δύναμη, υπομονή, επιμονή και ολοκλήρωση μέσω της προσέγγισης του ασκητή προς το θείο.
Η άλλη άποψη, έχει ένα χαρακτήρα περισσότερο πρακτικό δεδομένου ότι προσπαθεί να επιλύσει, κυρίως καθημερινά προβλήματα. Βέβαια, ο καθορισμός των στόχων στο μη θρησκευτικό ασκητισμό είναι απόφαση ενός εκάστου και εξαρτάται ποιοτικά που και πως αποφασίζεται από τον άνθρωπο που ‘διατίθεται’ να ακολουθήσει την διαδικασία αυτή.
Με άλλα λόγια, ο ασκητισμός καθορίζεται ποιοτικά από τα κίνητρα που ωθούν τον άνθρωπο να τον εξασκήσει, τους στόχους που προσπαθεί να επιτύχει, από την επιμέλεια και την επιμονή που επιδεικνύει στην άσκηση του καθώς και τον τρόπο που ο καθένας ακολουθεί.